- πυρικοίτης
- πῠρι-κοίτης, ου, [dialect] Dor. [suff] πῠρί-ᾱς, ὁ,A wherein fire lies asleep, νάρθηξ π., of the cane of Prometheus, AP6.294 (Phan., dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρικοίτης — και ποιητ. δωρ. τ. πυρικοίτας, ὁ, Α αυτός που εμπεριέχει και διατηρεί τη φωτιά («πυρικοίταν νάρθηκα» ο κάλαμος τού Προμηθέως, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κοίτης (< κοίτη / κοῖτος), πρβλ. ανεμο κοίτης] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek